σκληρότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκληρότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκληρότης από την αιτιατική ενικού «τὴν σκληρότητα»
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skliˈɾo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκλη‐ρό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκληρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του σκληρού
- μέτρο της αντίστασης που προβάλλει ένα υλικό σε προσπάθεια εκδοράς ή παραμόρφωσης από ξένο σώμα.
- ↪ Η σκληρότητα νερού είναι η περιεκτικότητά του σε άλατα.
- (μεταφορικά,για χαρακτήρα) απονιά, αγριότητα, βαναυσότητα
- μέτρο της αντίστασης που προβάλλει ένα υλικό σε προσπάθεια εκδοράς ή παραμόρφωσης από ξένο σώμα.
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σκληρότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκληρότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
σκληρότητα θηλυκό