πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκληρότητα οι σκληρότητες
      γενική της σκληρότητας των σκληροτήτων
    αιτιατική τη σκληρότητα τις σκληρότητες
     κλητική σκληρότητα σκληρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σκληρότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκληρότης από την αιτιατική ενικού «τὴν σκληρότητα»

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκληρότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του σκληρού
    1. μέτρο της αντίστασης που προβάλλει ένα υλικό σε προσπάθεια εκδοράς ή παραμόρφωσης από ξένο σώμα.
      παράδειγμα  Η σκληρότητα νερού είναι η περιεκτικότητά του σε άλατα.
    2. (μεταφορικά,για χαρακτήρα) απονιά, αγριότητα, βαναυσότητα

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

σκληρότητα θηλυκό