↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θηριωδία οι θηριωδίες
      γενική της θηριωδίας των θηριωδιών
    αιτιατική τη θηριωδία τις θηριωδίες
     κλητική θηριωδία θηριωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θηριωδία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θηριωδία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θi.ɾi.oˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θη‐ρι‐ω‐δί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θηριωδία θηλυκό

  1. η ακραία σκληρότητα
  2. (συνεκδοχικά) η άγρια και απάνθρωπη ενέργεια

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θηριωδί αἱ θηριωδίαι
      γενική τῆς θηριωδίᾱς τῶν θηριωδιῶν
      δοτική τῇ θηριωδί ταῖς θηριωδίαις
    αιτιατική τὴν θηριωδίᾱν τὰς θηριωδίᾱς
     κλητική ! θηριωδί θηριωδίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θηριωδί
γεν-δοτ τοῖν  θηριωδίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

θηριωδία < θηριώδ(ης) + -ία < θηρίον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θηριωδία θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία