monstruosité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- monstruosité < λατινική monstruositas
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mɔ̃s.tʁy.o.zi.te/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
monstruosité | monstruosités |
monstruosité (fr)
ενικός | πληθυντικός |
monstruosité | monstruosités |
monstruosité (fr)