φρικαλεότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φρικαλεότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φρικαλεότης (μαρτυρείται από το 1887)[1] < φρικαλέ(ος) + -ότης > -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
φρικαλεότητα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)