↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρικαλέος η φρικαλέα το φρικαλέο
      γενική του φρικαλέου της φρικαλέας του φρικαλέου
    αιτιατική τον φρικαλέο τη φρικαλέα το φρικαλέο
     κλητική φρικαλέε φρικαλέα φρικαλέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρικαλέοι οι φρικαλέες τα φρικαλέα
      γενική των φρικαλέων των φρικαλέων των φρικαλέων
    αιτιατική τους φρικαλέους τις φρικαλέες τα φρικαλέα
     κλητική φρικαλέοι φρικαλέες φρικαλέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρικαλέος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φρικαλέος, < αρχαία ελληνική < φρίκ(η) + -αλέος

  Επίθετο

επεξεργασία

φρικαλέος

  • που προκαλεί φρίκη, αποτρόπαιος, αποτροπιαστικός, τρομακτικός
    ※  δεν χρειάζεται αναβολή της δίκης, αλλά αθώωση των κατηγορουμένων και άμεση κατάργηση του φρικαλέου αυτού στρατοπέδου (Βασίλης Κ Λάζαρης, Μακρόνησος: Ιστορικός τόπος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2003, σελ. 645)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρικαλέος < φρίκ(η) + -αλέος

  Επίθετο

επεξεργασία

φρῑκᾰλέος, ος, ον

  1. που τρέμει από το κρύο
  2. (ελληνιστική σημασία) φρικτός, φρικαλέος

Συγγενικά

επεξεργασία