φρικαλεότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φρικαλεότης | αἱ | φρικαλεότητες | ||||
γενική | τῆς | φρικαλεότητος | τῶν | φρικαλεοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | φρικαλεότητι | ταῖς | φρικαλεότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | φρικαλεότητα | τὰς | φρικαλεότητας | ||||
κλητική ὦ! | φρικαλεότης | φρικαλεότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φρικαλεότης (μαρτυρείται από το 1887) [1] < φρικαλέ(ος) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρικαλεότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1087, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου