• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ωμότητα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Αντώνυμα
      • 1.2.3 Συγγενικά
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωμότητα οι ωμότητες
      γενική της ωμότητας των ωμοτήτων
    αιτιατική την ωμότητα τις ωμότητες
     κλητική ωμότητα ωμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ωμότητα < αρχαία ελληνική ὠμότης < ὠμός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωμότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ωμού, του σκληρού, του απάνθρωπου
  2. πράξη που έχει αυτή την ιδιότητα

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • Ναντα
  • κυνισμός
  • βαρβαρότητα
  • κτηνωδία
  • αγριότητα
  • σκαιότητα
  • αγριάδα
  • τραχύτητα

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • ηπιότητα
  • επιείκεια
  • πραότητα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ωμά (επίρρ.)
  • ωμοβόρος (επίθ.)
  • ωμόπλινθος (ουσ.)
  • ωμός (επίθ.)
  • ωμοφάγος (επίθ.)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ωμότητα
  • γαλλικά : cruauté (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ωμότητα&oldid=7113081"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:22

Γλώσσες

    • Français
    • Русский
    • Sängö
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:22.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας