ωμόπλινθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ωμόπλινθος < ωμ(ός) + -ό- + πλίνθος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική brique crue (brique, crue)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ωμόπλινθος θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ωμόπλινθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας