πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωμόπλινθος οι ωμόπλινθοι
      γενική της ωμοπλίνθου των ωμοπλίνθων
    αιτιατική την ωμόπλινθο τις ωμοπλίνθους
     κλητική ωμόπλινθε ωμόπλινθοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωμόπλινθος θηλυκό

  • πλίνθος από πηλό που δεν έχει ψηθεί σε καμίνι, αλλά έχει αφεθεί να στεγνώσει στον ήλιο

Μεταφράσεις

επεξεργασία