πλίνθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλίνθος | οι | πλίνθοι |
γενική | της | πλίνθου | των | πλίνθων |
αιτιατική | την | πλίνθο | τις | πλίνθους |
κλητική | πλίνθε | πλίνθοι | ||
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλίνθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλίνθος < προελληνική [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈplin.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλίν‐θος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλίνθος θηλυκό
- (λόγιο, οικοδομική) δομικό υλικό που κατασκευάζευαι από πηλό (παλαιότερα και άχυρο) σε κυβικά καλούπια, ψήνεται ή στεγνώνει στον ήλιο
- ωμή πλίνθος
- οπτή πλίνθος
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε μοιάζει με πλίνθο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλίνθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πλίνθος | αἱ | πλίνθοι |
γενική | τῆς | πλίνθου | τῶν | πλίνθων |
δοτική | τῇ | πλίνθῳ | ταῖς | πλίνθοις |
αιτιατική | τὴν | πλίνθον | τὰς | πλίνθους |
κλητική ὦ! | πλίνθε | πλίνθοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλίνθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλίνθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- → ζητούμενο λήμμα
- άλλες μορφές: πλίνθον (ουδέτερο)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πλίνθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλίνθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.