↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιθόπλινθος οι λιθόπλινθοι
      γενική του λιθόπλινθου
λιθοπλίνθου
των λιθόπλινθων
λιθοπλίνθων
    αιτιατική τον λιθόπλινθο τους λιθόπλινθους
λιθοπλίνθους
     κλητική λιθόπλινθε λιθόπλινθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιθόπλινθος < λίθος + -ο- + πλίνθος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιθόπλινθος αρσενικό

  • (αρχιτεκτονική) λίθινο παραλληλεπίπεδο δομικό στοιχείο, που χρησιμοποιείται σε δομικές κατασκευές αντί της πλίνθου
    ※  Κτιστή ορθογώνια ιχθυοδεξαμενή, ρωμαϊκών χρόνων, εξωτερικών διαστάσεων 6,60 Χ 5,50 μ. και σωζόμενου ύψους 2,18 μ. Οι υδατοστεγείς τοίχοι της, πάχους 0,65 μ., είναι κατασκευασμένοι κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα δόμησης με ορθογώνιους λιθόπλινθους ηφαιστειακού πετρώματος. (Ρωμαϊκή Ιχθυοδεξαμενή στο Μακρύ Γιαλό Μυτιλήνης, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, odysseus.culture.gr, ανακτήθηκε στις 26/11/2022 [1])
    ※  Από την πλευρά του ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ κ. Μιχάλης Τιβέριος επισημαίνει ότι τα αρχιτεκτονικά σημάδια πράγματι χρησιμοποιούνταν για να βοηθούν τους τεχνίτες σχετικά με το «πού θα τοποθετηθούν οι λιθόπλινθοι του αναλημματικού τοίχου». (Αμφίπολη: Εγχάρακτα γράμματα ελληνικού αλφαβήτου στα μάρμαρα του περιβόλου, Το Βήμα, 29/10/2014 [2])

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία