↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λίθινος η λίθινη το λίθινο
      γενική του λίθινου της λίθινης του λίθινου
    αιτιατική τον λίθινο τη λίθινη το λίθινο
     κλητική λίθινε λίθινη λίθινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λίθινοι οι λίθινες τα λίθινα
      γενική των λίθινων των λίθινων των λίθινων
    αιτιατική τους λίθινους τις λίθινες τα λίθινα
     κλητική λίθινοι λίθινες λίθινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λίθινος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λίθινος < λίθ(ος) + -ινος

  Επίθετο

επεξεργασία

λίθινος, -η, -ο

  1. που είναι φτιαγμένος από λίθο, πέτρα
    ⮡  λίθινα εργαλεία
     συνώνυμα: πέτρινος
  2. που αναφέρεται στην εποχή που το κύριο υλικό κατασκευής εργαλείων και όπλων ήταν ο λίθος
    η λίθινη εποχή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • {→ δείτε τη λέξη πέτρινος για την κυριολεκτική σημασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
λῐθῐνο-
ονομαστική λίθινος λιθίνη
λίθινος
τὸ λίθινον
      γενική τοῦ λιθίνου τῆς λιθίνης
λιθίνου
τοῦ λιθίνου
      δοτική τῷ λιθίν τῇ λιθίν
λιθίν
τῷ λιθίν
    αιτιατική τὸν λίθινον τὴν λιθίνην
λίθινον
τὸ λίθινον
     κλητική ! λίθινε λιθίνη
λίθινε
λίθινον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λίθινοι αἱ λίθιναι
λίθινοι
τὰ λίθιν
      γενική τῶν λιθίνων τῶν λιθίνων
λιθίνων
τῶν λιθίνων
      δοτική τοῖς λιθίνοις ταῖς λιθίναις
λιθίνοις
τοῖς λιθίνοις
    αιτιατική τοὺς λιθίνους τὰς λιθίνᾱς
λιθίνους
τὰ λίθιν
     κλητική ! λίθινοι λίθιναι
λίθινοι
λίθιν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λιθίνω τὼ λιθίν
λιθίνω
τὼ λιθίνω
      γεν-δοτ τοῖν λιθίνοιν τοῖν λιθίναιν
λιθίνοιν
τοῖν λιθίνοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λίθινος < λίθ(ος) + -ινος

  Επίθετο

επεξεργασία

λίθινος, -η, -ον & -ος, -ος, -ον

  1. λίθινος, πέτρινος
  2. (μεταφορικά) σκληρός
    ⮡  λιθίνη καρδία

Εκφράσεις

επεξεργασία