↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πέτρινος η πέτρινη το πέτρινο
      γενική του πέτρινου της πέτρινης του πέτρινου
    αιτιατική τον πέτρινο την πέτρινη το πέτρινο
     κλητική πέτρινε πέτρινη πέτρινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πέτρινοι οι πέτρινες τα πέτρινα
      γενική των πέτρινων των πέτρινων των πέτρινων
    αιτιατική τους πέτρινους τις πέτρινες τα πέτρινα
     κλητική πέτρινοι πέτρινες πέτρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πέτρινος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέτρινος (βραχώδης) κατά τη σημασία του πέτρ(α) [1] + -ινος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpe.tɾi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέ‐τρι‐νος
 
πέτρινο σπίτι

  Επίθετο

επεξεργασία

πέτρινος, -η, -ο

  1. που είναι κατασκευασμένος από πέτρα
     συνώνυμα: λίθινος
  2. (μεταφορικά) πολύ σκληρός συναισθηματικά

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πέτρα

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
πετρῐννο-
ονομαστική πέτρινος πετρίνη τὸ πέτρινον
      γενική τοῦ πετρίνου τῆς πετρίνης τοῦ πετρίνου
      δοτική τῷ πετρίν τῇ πετρίν τῷ πετρίν
    αιτιατική τὸν πέτρινον τὴν πετρίνην τὸ πέτρινον
     κλητική ! πέτρινε πετρίνη πέτρινον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πέτρινοι αἱ πέτριναι τὰ πέτριν
      γενική τῶν πετρίνων τῶν πετρίνων τῶν πετρίνων
      δοτική τοῖς πετρίνοις ταῖς πετρίναις τοῖς πετρίνοις
    αιτιατική τοὺς πετρίνους τὰς πετρίνᾱς τὰ πέτριν
     κλητική ! πέτρινοι πέτριναι πέτριν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πετρίνω τὼ πετρίν τὼ πετρίνω
      γεν-δοτ τοῖν πετρίνοιν τοῖν πετρίναιν τοῖν πετρίνοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πέτρινος < πέτρ(α) + -ινος

  Επίθετο

επεξεργασία

πέτρινος, -η, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία