Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατασκευασμένος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
κατασκευασμέν
ος
κατασκευασμέν
η
κατασκευασμέν
ο
γενική
κατασκευασμέν
ου
κατασκευασμέν
ης
κατασκευασμέν
ου
αιτιατική
κατασκευασμέν
ο
κατασκευασμέν
η
κατασκευασμέν
ο
κλητική
κατασκευασμέν
ε
κατασκευασμέν
η
κατασκευασμέν
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
κατασκευασμέν
οι
κατασκευασμέν
ες
κατασκευασμέν
α
γενική
κατασκευασμέν
ων
κατασκευασμέν
ων
κατασκευασμέν
ων
αιτιατική
κατασκευασμέν
ους
κατασκευασμέν
ες
κατασκευασμέν
α
κλητική
κατασκευασμέν
οι
κατασκευασμέν
ες
κατασκευασμέν
α
Μετοχή
Επεξεργασία
κατασκευασμένος
μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος
κατασκευάζω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
κατασκευασμένος
αγγλικά
:
constructed
(en)