fabriqué
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fabriqué < fabriquer
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fabriqué | fabriqués |
θηλυκό | fabriquée | fabriquées |
fabriqué (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fabriqué | fabriqués |
θηλυκό | fabriquée | fabriquées |
fabriqué (fr)