βραχώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βραχώδης | η | βραχώδης | το | βραχώδες |
γενική | του | βραχώδους | της | βραχώδους | του | βραχώδους |
αιτιατική | τον | βραχώδη | τη | βραχώδη | το | βραχώδες |
κλητική | βραχώδη(ς) | βραχώδης | βραχώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βραχώδεις | οι | βραχώδεις | τα | βραχώδη |
γενική | των | βραχωδών | των | βραχωδών | των | βραχωδών |
αιτιατική | τους | βραχώδεις | τις | βραχώδεις | τα | βραχώδη |
κλητική | βραχώδεις | βραχώδεις | βραχώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βραχώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βραχώδης < βράχος < αρχαία ελληνική βραχύς
Επίθετο επεξεργασία
βραχώδης, -ηςμ -ες
- που έχει πολλούς βράχους
- βραχώδες τοπίο
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βράχος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- βραχώδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βραχώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.