βραχώδης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | βραχώδης | βραχώδης | βραχώδες |
γενική | βραχώδους | βραχώδους | βραχώδους |
αιτιατική | βραχώδη | βραχώδη | βραχώδες |
κλητική | βραχώδη(ς) | βραχώδης | βραχώδες |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | βραχώδεις | βραχώδεις | βραχώδη |
γενική | βραχωδών | βραχωδών | βραχωδών |
αιτιατική | βραχώδεις | βραχώδεις | βραχώδη |
κλητική | βραχώδεις | βραχώδεις | βραχώδη |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βραχώδης < ελληνιστική κοινή βραχώδης < βράχος < αρχαία ελληνική βραχύς
ΕπίθετοΕπεξεργασία
βραχώδης
- που έχει πολλούς βράχους
- βραχώδες τοπίο
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βράχος