αναλημματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναλημματικός < ανάλημμα + -ικός < (ελληνιστική κοινή) ἀνάλημμα < αρχαία ελληνική ἀναλαμβάνω < λαμβάνω
Επίθετο
επεξεργασίααναλημματικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με ανάλημμα, αναφέρεται σ’ αυτό ή μοιάζει μ’ αυτό
- ※ Σ’ αυτή τη φάση θα αποκατασταθούν οι περίτεχνοι αναλημματικοί τοίχοι του θεάτρου και των παρόδων, η ορχήστρα και οι πέντε πρώτες σειρές εδωλίων. (*)
- ※ Από την πλευρά του ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ κ. Μιχάλης Τιβέριος επισημαίνει ότι τα αρχιτεκτονικά σημάδια πράγματι χρησιμοποιούνταν για να βοηθούν τους τεχνίτες σχετικά με το «πού θα τοποθετηθούν οι λιθόπλινθοι του αναλημματικού τοίχου». (Αμφίπολη: Εγχάρακτα γράμματα ελληνικού αλφαβήτου στα μάρμαρα του περιβόλου, Το Βήμα, 29/10/2014 [1])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναλημματικός