ενικός         πληθυντικός  
brick bricks
 
Τοίχος με τούβλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

brick (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το τούβλο
    ⮡  It’s a modern building, all brick and glass and sharp angles.
    Είναι ένα μοντέρνο κτίριο, όλο από τούβλα και γυαλί, με έντονες γωνίες.