πλινθόκτιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλινθόκτιστος < πλίνθ(ος) + -ο- + κτιστός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαπλινθόκτιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλινθόκτιστος
|