Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλινθοδομή οι πλινθοδομές
      γενική της πλινθοδομής των πλινθοδομών
    αιτιατική την πλινθοδομή τις πλινθοδομές
     κλητική πλινθοδομή πλινθοδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλινθοδομή < πλίνθος + -ο- + δομή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /plin.θo.ðoˈmi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλινθοδομή θηλυκό

  1. (λόγιο) το κτίσμα με πλίνθους ή τούβλα
  2. (λόγιο) το κτίσιμο με πλίνθους ή τούβλα
     συνώνυμα: πλινθοδόμηση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία