↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλινθοδομημένος η πλινθοδομημένη το πλινθοδομημένο
      γενική του πλινθοδομημένου της πλινθοδομημένης του πλινθοδομημένου
    αιτιατική τον πλινθοδομημένο την πλινθοδομημένη το πλινθοδομημένο
     κλητική πλινθοδομημένε πλινθοδομημένη πλινθοδομημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλινθοδομημένοι οι πλινθοδομημένες τα πλινθοδομημένα
      γενική των πλινθοδομημένων των πλινθοδομημένων των πλινθοδομημένων
    αιτιατική τους πλινθοδομημένους τις πλινθοδομημένες τα πλινθοδομημένα
     κλητική πλινθοδομημένοι πλινθοδομημένες πλινθοδομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλινθοδομημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πλινθοδομώ

πλινθοδομημένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία