Ετυμολογία

επεξεργασία
πλινθοδομώ < πλίνθος + -ο- + δομώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /plin.θo.ðoˈmo/

πλινθοδομώ θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία