Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλινθοδομικός η πλινθοδομική το πλινθοδομικό
      γενική του πλινθοδομικού της πλινθοδομικής του πλινθοδομικού
    αιτιατική τον πλινθοδομικό την πλινθοδομική το πλινθοδομικό
     κλητική πλινθοδομικέ πλινθοδομική πλινθοδομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλινθοδομικοί οι πλινθοδομικές τα πλινθοδομικά
      γενική των πλινθοδομικών των πλινθοδομικών των πλινθοδομικών
    αιτιατική τους πλινθοδομικούς τις πλινθοδομικές τα πλινθοδομικά
     κλητική πλινθοδομικοί πλινθοδομικές πλινθοδομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλινθοδομικός < πλινθοδομή / πλινθοδόμος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

πλινθοδομικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία