Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλινθοδόμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
πλινθοδόμ
ος
οι
πλινθοδόμ
οι
γενική
του
/
της
πλινθοδόμ
ου
των
πλινθοδόμ
ων
αιτιατική
τον
/
την
πλινθοδόμ
ο
τους
/
τις
πλινθοδόμ
ους
κλητική
πλινθοδόμ
ε
πλινθοδόμ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλινθοδόμος
<
πλίνθ(ος)
+
-ο-
+
-δόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλινθοδόμος
αρσενικό ή θηλυκό
(
λόγιο
) που κτίζει με
πλίνθους
Συνώνυμα
επεξεργασία
τουβλάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλινθοδόμος
αγγλικά
:
bricklayer
(en)
τσεχικά
:
zedník
(cs)
(který staví z nepálených cihel, vepřovic)