κτίσιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κτίσιμο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κτίσιμον < αρχαία ελληνική κτίζω. Συγκρίνετε με το χτίσιμο.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkti.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κτί‐σι‐μο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακτίσιμο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κτίσιμο
|