Δείτε: ώμος, ὦμος, ωμός, ὠμός, όμως, ὅμως

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὠμός ὠμή τὸ ὠμόν
      γενική τοῦ ὠμοῦ τῆς ὠμῆς τοῦ ὠμοῦ
      δοτική τῷ ὠμ τῇ ὠμ τῷ ὠμ
    αιτιατική τὸν ὠμόν τὴν ὠμήν τὸ ὠμόν
     κλητική ! ὠμέ ὠμή ὠμόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὠμοί αἱ ὠμαί τὰ ὠμᾰ́
      γενική τῶν ὠμῶν τῶν ὠμῶν τῶν ὠμῶν
      δοτική τοῖς ὠμοῖς ταῖς ὠμαῖς τοῖς ὠμοῖς
    αιτιατική τοὺς ὠμούς τὰς ὠμᾱ́ς τὰ ὠμᾰ́
     κλητική ! ὠμοί ὠμαί ὠμᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὠμώ τὼ ὠμᾱ́ τὼ ὠμώ
      γεν-δοτ τοῖν ὠμοῖν τοῖν ὠμαῖν τοῖν ὠμοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠμός, ήδη ομηρικό < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃emós,[1] *h₂eh₃mós με συγγενή: σανσκριτική आम (āmá), παλαιά αρμενική հում (hum)

  Επίθετο επεξεργασία

ὠμός, -ή, -όν

  1. ωμός, που δεν έχει μαγειρευτεί
    ※  ὀρνίθων δὲ τούς τε ὄρτυγας καὶ τὰς νήσσας καὶ τὰ μικρὰ τῶν ὀρνίθων ὠμὰ σιτέονται προταριχεύσαντες (Ηρόδοτος (485 - 421/415 π.Χ.), Ιστορίαι, Ευτέρπη, 77.5)
    από τα πουλιά δε, τα ορτύκια και τις πάπιες και τα μικρά των πουλιών, ωμά τα τρώνε, αφού τα προταριχεύσουν (ΣτΜ: προταριχεύσουν = συντηρήσουν με αλάτι, όπως αναφέρεται λίγο πιο πριν στο κείμενο « ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους»)
  2. άψητος, που δεν έχει ψηθεί σε φούρνο ή από τον ήλιο
    ὠμός κέραμος
  3. (για φρούτα) άγουρος, ανώριμος
  4. (κατ’ επέκταση) πρόωρος
  5. (μεταφορικά) ωμός, σκληρός, άγριος

Συγγενικά επεξεργασία

και

όπως ενδεικτικά

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία