→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὠμοτόκος τὸ ὠμοτόκον
      γενική τοῦ/τῆς ὠμοτόκου τοῦ ὠμοτόκου
      δοτική τῷ/τῇ ὠμοτόκ τῷ ὠμοτόκ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὠμοτόκον τὸ ὠμοτόκον
     κλητική ! ὠμοτόκε ὠμοτόκον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὠμοτόκοι τὰ ὠμοτόκ
      γενική τῶν ὠμοτόκων τῶν ὠμοτόκων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὠμοτόκοις τοῖς ὠμοτόκοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὠμοτόκους τὰ ὠμοτόκ
     κλητική ! ὠμοτόκοι ὠμοτόκ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὠμοτόκω τὼ ὠμοτόκω
      γεν-δοτ τοῖν ὠμοτόκοιν τοῖν ὠμοτόκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠμοτόκος < ὠμός + -τόκος <τίκτω

  Επίθετο

επεξεργασία

ὠμοτόκος, -ος, -ον (ίσως & ὠμότοκος)

  1. που γεννά παιδί πρόωρα
  2. για κρασί που δεν έχει ωριμάσει σωστά