όμως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- όμως < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὅμως
Προφορά
επεξεργασίαΣύνδεσμος
επεξεργασίαόμως
- αντιθετικός (ή εναντιωματικός) σύνδεσμος
- ρώτησε από δω, ρώτησε από κει, όμως δεν το βρήκε πουθενά
Δείτε επίσης : ὅμως, ώμος, ὦμος, ωμός, ὠμός, όμως |
όμως