ωστόσο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΣύνδεσμοςΕπεξεργασία
ωστόσο
- (αντιθετικός παρατακτικός σύνδεσμος) εισάγει πρόταση στην οποία εκφράζεται ελαφρά αντίθεση, αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις σε κάτι που ειπώθηκε προηγουμένως
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Συνήθως, οχι όμως πάντα, τίθεται στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου ή στο τέλος της