Δείτε επίσης: ἐν τούτοις, εν τούτοις

Ετυμολογία

επεξεργασία
εντούτοις < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐν τούτοις (δοτική πληθυντικού του τοῦτο), τούτο), σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική indessen.[1] Η γραφή με δύο λέξεις δεν συνηθίζεται στα νέα ελληνικά[2]

Σύνδεσμος

επεξεργασία

εντούτοις αντιθετικός σύνδεσμος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία