still
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαstill (en)
- ακίνητος
- μη ανθρακούχος, μη ανθρακούχο ποτό
Επίρρημα
επεξεργασίαstill (en)
- ήρεμα, ακίνητα
- πιο, περισσότερο
- ωστόσο, εντούτοις
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη nevertheless
Σύνδεσμος
επεξεργασίαstill (en)