ακόμη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακόμη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκομήν < ἀκομή με μετακίνηση τόνου < αρχαία ελληνική ἀκμήν, αιτιατική του ἀκμή με ανάπτυξη [o][1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈko.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κό‐μη
Επίρρημα
επεξεργασίαακόμη ή ακόμα
- εκφράζει τη συνέχεια κάποιου πράγματος, κάτι που συνεχίζει κάποιος να κάνει, που δεν το έχει σταματήσει ή δεν το έχει ολοκληρώσει
- ⮡ ακόμη γράφει την εργασία του, θα σου τηλεφωνήσει μόλις τελειώσει
- (με άρνηση) δηλώνει ότι κάτι δεν έγινε ενώ αναμενόταν να είχε γίνει
- ⮡ ακόμη δεν της έδωσες πίσω το βιβλίο;
- (+ να) δηλώνει κάτι που δεν έχει γίνει μέχρι τώρα
- ※ Ένα πρωί το Στράτο τον πιάνει η μηχανή, τον βάζει από κάτω κι ακόμη να φανεί (Φώντας Λάδης, Ο Στράτος)
- (με επίθετο συγκριτικού βαθμού) δίνει έμφαση στο βαθμό της ιδιότητας που δηλώνει το επίθετο
- ⮡ όχι μόνο τον μάλωσε αλλά ακόμη χειρότερο του έβρισε την μάνα
- (+ λίγο)
- σε μικρό χρονικό διάστημα από τώρα
- ※ Λίγο ἀκόμα / θὰ ἰδοῦμε τὶς ἀμυγδαλιὲς ν᾿ ἀνθίζουν / τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο / τὴ θάλασσα νὰ κυματίζει (Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα)
- για μικρή αύξηση ποσότητας ενός πράγματος
- ⮡ επέμενε να μείνει στο κρεβάτι, προσπαθώντας να κερδίσει λίγο ύπνο ακόμα
- σε μικρό χρονικό διάστημα από τώρα
Εκφράσεις
επεξεργασία- και που 'σαι ακόμη/α: όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι θα ακολουθήσουν και καλύτερα ή χειρότερα
- ακόμη δε βγήκε απ' τ' αβγό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακόμη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ακόμη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας