ακόμη και
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
ακόμη και
- έκφραση που εντείνει κάποια έννοια, συχνά απροσδόκητη
- Ακόμα κι εσύ Βρούτε;
- Τον απέφευγαν όλοι, ακόμη και τα παιδιά του
Συνώνυμα επεξεργασία
- ως και
- ούτε και
- το ίδιο το παιδί του, ο σκύλος του, κάποιος οικείος