ὦμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὦμος | οἱ | ὦμοι |
γενική | τοῦ | ὤμου | τῶν | ὤμων |
δοτική | τῷ | ὤμῳ | τοῖς | ὤμοις |
αιτιατική | τὸν | ὦμον | τοὺς | ὤμους |
κλητική ὦ! | ὦμε | ὦμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὤμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὤμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὦμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὦμος αρσενικό
- ο ώμος
- οι αντίστοιχες αρθρώσεις των ζώων
- ※ Ξενοφών, Περὶ Ἱππικῆς 8.1
- ἃ δὲ φοβοῦνταί τινες μὴ ἀπορρηγνύωνται τοὺς ὤμους κατὰ τὰ πρανῆ ἐλαυνόμενοι
- φοβούνταν μήπως καθώς προχωρούσαν στην κατηφόρα βγουν οι ώμοι <των αλόγων>)
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὦμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὦμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.