Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὠμοτητ-
ονομαστική ὠμότης αἱ ὠμότητες
      γενική τῆς ὠμότητος τῶν ὠμοτήτων
      δοτική τῇ ὠμότητ ταῖς ὠμότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ὠμότητ τὰς ὠμότητᾰς
     κλητική ! ὠμότης ὠμότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠμότητε
γεν-δοτ τοῖν  ὠμοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠμότης < ὠμό(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὠμότης θηλυκό

  1. η ωμή κατάσταση, το να είναι ένα τρόφιμο άγουρο ή να μην έχει μαγειρευτεί ενώ θα έπρεπε
  2. δυσπεψία
  3. σκληρότητα, αναλγησία, ωμότητα

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία