Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναλγησία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αναλγησί
α
οι
αναλγησί
ες
γενική
της
αναλγησί
ας
των
αναλγησι
ών
αιτιατική
την
αναλγησί
α
τις
αναλγησί
ες
κλητική
αναλγησί
α
αναλγησί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναλγησία
<
αν-
στερητικό +
άλγος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναλγησία
θηλυκό
(
ιατρική
) η απουσία της αίσθησης του
πόνου
, ενώ κάποιος διατηρεί τις αισθήσεις του
η έλλειψη συμπόνιας, η
σκληρότητα
, η
απονιά
Συγγενικά
επεξεργασία
ανάλγητος
αναλγητικός
,
αναλγητικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναλγησία
αγγλικά
:
analgesia
(en)
(1)
γαλλικά
:
analgésie
(fr)