Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὠμόδροπος τὸ ὠμόδροπον οἱ, αἱ ὠμόδροποι τὰ ὠμόδροπα
Γενική τοῦ, τῆς ὠμοδρόπου τοῦ ὠμοδρόπου τῶν ὠμοδρόπων τῶν ὠμοδρόπων
Δοτική τῷ, τῇ ὠμοδρόπῳ τῷ ὠμοδρόπῳ τοῖς, ταῖς ὠμοδρόποις τοῖς ὠμοδρόποις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὠμόδροπον τὸ ὠμόδροπον τοὺς, τὰς ὠμοδρόπους τὰ ὠμόδροπα
Κλητική ὠμόδροπε ὠμόδροπον ὠμόδροποι ὠμόδροπα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὠμοδρόπω
Γενική-Δοτική ὠμοδρόποιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠμόδροπος < ὠμός και δρέπω

  Επίθετο επεξεργασία

ὠμόδροπος,ος,ον

  1. το φρούτο που έδρεψαν άγουρο, πρόωρα
  2. η διακόρευση παρθένου κοριτσιού χωρίς γάμο ή τα συζυγικά δικαιώματα