ὠμόδροπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠμόδροπος | τὸ ὠμόδροπον | οἱ, αἱ ὠμόδροποι | τὰ ὠμόδροπα |
Γενική | τοῦ, τῆς ὠμοδρόπου | τοῦ ὠμοδρόπου | τῶν ὠμοδρόπων | τῶν ὠμοδρόπων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὠμοδρόπῳ | τῷ ὠμοδρόπῳ | τοῖς, ταῖς ὠμοδρόποις | τοῖς ὠμοδρόποις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠμόδροπον | τὸ ὠμόδροπον | τοὺς, τὰς ὠμοδρόπους | τὰ ὠμόδροπα |
Κλητική | ὠμόδροπε | ὠμόδροπον | ὠμόδροποι | ὠμόδροπα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠμοδρόπω | |||
Γενική-Δοτική | ὠμοδρόποιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὠμόδροπος,ος,ον
- το φρούτο που έδρεψαν άγουρο, πρόωρα
- η διακόρευση παρθένου κοριτσιού χωρίς γάμο ή τα συζυγικά δικαιώματα