↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακόρευση οι διακορεύσεις
      γενική της διακόρευσης* των διακορεύσεων
    αιτιατική τη διακόρευση τις διακορεύσεις
     κλητική διακόρευση διακορεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακορεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακόρευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή + -ση< αρχαία ελληνική διακορεύω < διά (δια-) + κόρη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯aˈko.ɾef.si/ & /ðʝaˈko.ɾef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κό‐ρευ‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακόρευση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία