πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακόρευση οι διακορεύσεις
      γενική της διακόρευσης* των διακορεύσεων
    αιτιατική τη διακόρευση τις διακορεύσεις
     κλητική διακόρευση διακορεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακορεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακόρευση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία