ξεπαρθένεμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεπαρθένεμα < ξεπαρθενεύω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεπαρθένεμα ουδέτερο
- (προφορικό) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) το αποτέλεσμα του ξεπαρθενεύω
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη διακόρευση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεπαρθένεμα
|