Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεπαρθενεύω < μεσαιωνική ελληνική ξεπαρθενεύω και ξεπαρθενίζω < ξε και παρθενεία < ἐξηπαρθενεύω < μεταγενέστερη ή ίσως (ελληνιστική κοινή) ἐκπαρθενεύω < αρχαία ελληνική παρθενία

ξεπαρθενεύω

  1. παίρνω την παρθενιά ενός κοριτσιού, διακορεύω
  2. (μεταφορικά) παίρνω την παρθενιά αγοριού
  3. είμαι ο πρώτος που κάνω κάτι εις βάρος κάποιου άλλου
    ξεπαρθένεψαν την Άστον Βίλα
  4. στερώ την αθωότητα κάποιου, τον βγάζω στη σκληρή ζωή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία