παρθενεία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παρθενείᾱ | αἱ | παρθενεῖαι |
γενική | τῆς | παρθενείᾱς | τῶν | παρθενειῶν |
δοτική | τῇ | παρθενείᾳ | ταῖς | παρθενείαις |
αιτιατική | τὴν | παρθενείᾱν | τὰς | παρθενείᾱς |
κλητική ὦ! | παρθενείᾱ | παρθενεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρθενείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παρθενείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρθενεία < παρθέν(ος) + -εία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρθενεία, -ας θηλυκό
- παρθενία, αγνότητα
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 592 (591-592)
- τάδ᾽ ἀντὶ παίδων ἐστί μοι κειμήλια | καὶ παρθενείας, εἴ τι δὴ κατὰ χθονός.
- Αυτόν τον θησαυρό αντίς παιδιά θενά ᾽χω | και παρθενιάν, αν είναι τίποτες στον Άδη·'
- Μετάφραση (1913): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- τάδ᾽ ἀντὶ παίδων ἐστί μοι κειμήλια | καὶ παρθενείας, εἴ τι δὴ κατὰ χθονός.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 592 (591-592)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- παρθενία (πιο συχνός τύπος)
- ιωνικός & επικός τύπος : παρθενίη
Πηγές επεξεργασία
- παρθενεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρθενεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.