διακορεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακορεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακορεύω < δια-+ κόρη + -εύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.koˈɾe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐κο‐ρεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαδιακορεύω, αόρ.: διακόρευσα, παθ.φωνή: διακορεύομαι, π.αόρ.: διακορεύτηκα/-θηκα, μτχ.π.π.: διακορευμένος [1]
- προκαλώ τη ρήξη του παρθενικού υμένα, κατά τη διάρκεια της συνουσίας ή με άλλους τρόπους, και κάνω μια γυναίκα να χάσει την παρθενιά της
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακορεύω | διακόρευα | θα διακορεύω | να διακορεύω | διακορεύοντας | |
β' ενικ. | διακορεύεις | διακόρευες | θα διακορεύεις | να διακορεύεις | διακόρευε | |
γ' ενικ. | διακορεύει | διακόρευε | θα διακορεύει | να διακορεύει | ||
α' πληθ. | διακορεύουμε | διακορεύαμε | θα διακορεύουμε | να διακορεύουμε | ||
β' πληθ. | διακορεύετε | διακορεύατε | θα διακορεύετε | να διακορεύετε | διακορεύετε | |
γ' πληθ. | διακορεύουν(ε) | διακόρευαν διακορεύαν(ε) |
θα διακορεύουν(ε) | να διακορεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακόρευσα | θα διακορεύσω | να διακορεύσω | διακορεύσει | ||
β' ενικ. | διακόρευσες | θα διακορεύσεις | να διακορεύσεις | διακόρευσε | ||
γ' ενικ. | διακόρευσε | θα διακορεύσει | να διακορεύσει | |||
α' πληθ. | διακορεύσαμε | θα διακορεύσουμε | να διακορεύσουμε | |||
β' πληθ. | διακορεύσατε | θα διακορεύσετε | να διακορεύσετε | διακορεύστε | ||
γ' πληθ. | διακόρευσαν διακορεύσαν(ε) |
θα διακορεύσουν(ε) | να διακορεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διακορεύσει | είχα διακορεύσει | θα έχω διακορεύσει | να έχω διακορεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις διακορεύσει | είχες διακορεύσει | θα έχεις διακορεύσει | να έχεις διακορεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει διακορεύσει | είχε διακορεύσει | θα έχει διακορεύσει | να έχει διακορεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διακορεύσει | είχαμε διακορεύσει | θα έχουμε διακορεύσει | να έχουμε διακορεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε διακορεύσει | είχατε διακορεύσει | θα έχετε διακορεύσει | να έχετε διακορεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διακορεύσει | είχαν διακορεύσει | θα έχουν διακορεύσει | να έχουν διακορεύσει |
|
Παθητικοί αόριστοι: διακορεύτ-ηκα & διακορεύθ-ηκα
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακορεύομαι | διακορευόμουν(α) | θα διακορεύομαι | να διακορεύομαι | ||
β' ενικ. | διακορεύεσαι | διακορευόσουν(α) | θα διακορεύεσαι | να διακορεύεσαι | ||
γ' ενικ. | διακορεύεται | διακορευόταν(ε) | θα διακορεύεται | να διακορεύεται | ||
α' πληθ. | διακορευόμαστε | διακορευόμαστε διακορευόμασταν |
θα διακορευόμαστε | να διακορευόμαστε | ||
β' πληθ. | διακορεύεστε | διακορευόσαστε διακορευόσασταν |
θα διακορεύεστε | να διακορεύεστε | (διακορεύεστε) | |
γ' πληθ. | διακορεύονται | διακορεύονταν διακορευόντουσαν |
θα διακορεύονται | να διακορεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακορεύτηκα | θα διακορευτώ | να διακορευτώ | διακορευτεί | ||
β' ενικ. | διακορεύτηκες | θα διακορευτείς | να διακορευτείς | διακορεύσου | ||
γ' ενικ. | διακορεύτηκε | θα διακορευτεί | να διακορευτεί | |||
α' πληθ. | διακορευτήκαμε | θα διακορευτούμε | να διακορευτούμε | |||
β' πληθ. | διακορευτήκατε | θα διακορευτείτε | να διακορευτείτε | διακορευτείτε | ||
γ' πληθ. | διακορεύτηκαν διακορευτήκαν(ε) |
θα διακορευτούν(ε) | να διακορευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διακορευτεί | είχα διακορευτεί | θα έχω διακορευτεί | να έχω διακορευτεί | διακορευμένος | |
β' ενικ. | έχεις διακορευτεί | είχες διακορευτεί | θα έχεις διακορευτεί | να έχεις διακορευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει διακορευτεί | είχε διακορευτεί | θα έχει διακορευτεί | να έχει διακορευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διακορευτεί | είχαμε διακορευτεί | θα έχουμε διακορευτεί | να έχουμε διακορευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε διακορευτεί | είχατε διακορευτεί | θα έχετε διακορευτεί | να έχετε διακορευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διακορευτεί | είχαν διακορευτεί | θα έχουν διακορευτεί | να έχουν διακορευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διακορευμένος - είμαστε, είστε, είναι διακορευμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διακορευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διακορευμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διακορευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διακορευμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διακορευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διακορευμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διακορεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διακορεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.