Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακορεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακορεύω < δια-+ κόρη + -εύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.koˈɾe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δια‐κο‐ρεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

διακορεύω, αόρ.: διακόρευσα, παθ.φωνή: διακορεύομαι, π.αόρ.: διακορεύτηκα/-θηκα, μτχ.π.π.: διακορευμένος [1]

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Παθητικοί αόριστοι: διακορεύτ-ηκα & διακορεύθ-ηκα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992). 



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία