διακορευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διακορευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διακορεύω
Μετοχή επεξεργασία
διακορευμένος, -η, -ο
- που έχει διακορευτεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
διακορευμένος
|
διακορευμένος, -η, -ο
|