διακορευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.ko.ɾeˈftis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
διακορευτής αρσενικό
- αυτός που προκαλεί τη ρήξη του παρθενικού υμένα.
- (καταχρηστικά) εργαλείο που δημιουργεί δύο κυκλικές οπές σε φύλλα χαρτιού, ώστε αυτά να τοποθετηθούν σε φάκελο με έλασμα