περφορατέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περφορατέρ < γαλλική perforateur
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερφορατέρ ουδέτερο άκλιτο
- εργαλείο γραφείου που χρησιμοποιείται για την δημιουργία τρυπών σε φύλλο χαρτί, ώστε να μπει σε κλασέρ
Συνώνυμα
επεξεργασία- (καταχρηστικά) διακορευτής
- διατρητήρας
διατρητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία περφορατέρ