Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διατρητήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
διατρητήρ
ας
οι
διατρητήρ
ες
γενική
του
διατρητήρ
α
των
διατρητήρ
ων
αιτιατική
τον
διατρητήρ
α
τους
διατρητήρ
ες
κλητική
διατρητήρ
α
διατρητήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διατρητήρας
<
διάτρητος
+
-ήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διατρητήρας
αρσενικό
(
σπάνιο
)
εργαλείο
που ανοίγει
τρύπες
Δείτε επίσης
επεξεργασία
περφορατέρ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διατρητήρας