Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
punch punches

punch (en)

  1. η μπουνιά, η γροθιά (χτύπημα με τη γροθιά)
  2. (μη μετρήσιμο) η πυγμή, η ισχύς, η δύναμη
  3. το τσαγανό
  4. το διατρητικό εργαλείο, οζουμπάς

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας punch
γ΄ ενικό ενεστώτα punches
αόριστος punched
παθητική μετοχή punched
ενεργητική μετοχή punching

punch (en)

  1. γρονθοκοπώ, δίνω γροθιά
    • η ώθηση μιας γροθιάς
  2. punch through: διατρυπώ, διαπερνώ

Συγγενικά επεξεργασία