κλασέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλασέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική classeur
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλασέρ ουδέτερο άκλιτο
- χαρτοφύλακας για την ταξινόμηση εγγράφων με μηχανισμό που δέχεται τρυπημένα φύλλα χαρτιού
- βάλε ετικέτες στα κλασέρ σου για να βρίσκεις εύκολα τα έγγραφά σου