ντοσιέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντοσιέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική dossier
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντοσιέ ουδέτερο άκλιτο
- χαρτοφύλακας, φάκελος που περιέχει έγγραφα, συνήθως με σκληρό εξώφυλλο, χάρτινο ή δερμάτινο
ντοσιέ ουδέτερο άκλιτο