χαρτοφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαρτοφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαρτοφύλαξ από την αιτιατική τὸν χαρτοφύλακα (επόπτης αρχείων) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική portefeuille ή από την ιταλική portafoglio [1] Μορφολογικά, χαρτο- + φύλακας.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xaɾ.toˈfi.la.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαρ‐το‐φύ‐λα‐κας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρτοφύλακας αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις χαρτί και φύλακας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαρτοφύλακας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χαρτοφύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας