χαρτοφύλαξ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
χαρτοφῠλᾰκ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | χαρτοφύλαξ | οἱ | χαρτοφύλακες | ||||
γενική | τοῦ | χαρτοφύλακος | τῶν | χαρτοφυλάκων | ||||
δοτική | τῷ | χαρτοφύλακῐ | τοῖς | χαρτοφύλαξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | χαρτοφύλακᾰ | τοὺς | χαρτοφύλακᾰς | ||||
κλητική ὦ! | χαρτοφύλαξ | χαρτοφύλακες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαρτοφύλακε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | χαρτοφυλάκοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαρτοφύλαξ < χαρτο- + αρχαία ελληνική -φύλαξ
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: χαρτοφύλακας (με διαφορετική σημασία)
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαρτοφύλαξ, -ακος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- άλλη μορφή του χαρτουλάριος: αυτός που τηρεί κάποιο αρχείο, που είναι υπεύθυνος γι' αυτό
Πηγές επεξεργασία
- χαρτοφύλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.